Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

ΘΑΝΑΤΟΣ


Η φυσική του έννοια
και η θεοκρατική της διαστρέβλωση


Λάζαρης Γιάννης


 Έξοχα είχαν συλλάβει την έννοια του θανάτου διανοητές και φιλόσοφοι της αρχαιότητας, όπως π.χ. ο Ηράκλειτος (ως στοιχείο της θεωρίας του για την αιώνια μεταβολή). Οι αρχαίοι έλληνες αντιμετώπιζαν το θάνατο ως φυσική αρχή. Θεωρούσαν τον άνθρωπο ως ένα μέρος του Σύμπαντος, εντός του οποίου ενυπάρχουν τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος. Κατάφαση -και όχι άρνηση- της ζωής προϋπέθετε γι’ αυτούς η κατάφαση του θανάτου.

     Ο τρόμος του θανάτου εισέβαλε από την Ανατολή. Σε αυτόν βασίστηκαν οι θρησκείες· εκεί πάτησαν οι κατά καιρούς εξουσιαστές, για να στηρίξουν τον εξουσιασμό τους. Η γιγάντια αναμέτρηση μεταξύ κλασικού κόσμου και θεοκρατίας παίχτηκε και κρίθηκε αποκλειστικά επάνω στο ιδεολογικό πεδίο θεώρησης του θανάτου.


   Κατά την αρχαιότητα ο Θάνατος παριστάνονταν συνήθως ως πράος, ευειδής πτερωτός νέος (αριστερά, ε΄ αι. π.Χ., Έφεσος) σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες τρομακτικές χριστιανικές απεικονίσεις, όπως η δεξιά, στην οποία ο Θάνατος παριστάνεται ως έφιππος σκελετός (πίνακας Π. Μπρούγκελ, ιστ΄ αι. μ.Χ., Μουσείο Πράδο.)


Έριφος ες γάλ’ έπετον
  Η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται μέσα στην Φύση, από το μακρόκοσμο έως το μικρόκοσμο, και είναι αλληλένδετα το ένα με το άλλο. Κάθε χρονική στιγμή άπειρος αριθμών πλανητών, ηλιακών συστημάτων, αλλά και ολόκληρων γαλαξιών στο Σύμπαν διαλύονται, σβήνουν και πεθαίνουν, όπως κι αντίστοιχα άπειρος αριθμός αυτών γεννιούνται. Στη Γη, ένα μικρό πλανήτη, που κινείται γύρω από ένα μικρό Ήλιο, σε έναν από τους άπειρους γαλαξίες του Σύμπαντος άπειρος αριθμός θανάτων συμβαίνουν κάθε χρονική στιγμή κι άπειρος αριθμός γεννήσεων αντίστοιχα.

     Όλα τα υλικά, από τα οποία είμαστε σχηματισμένοι (άνθρακας, σίδηρος, νερό, κ.τ.λ.) βρίσκονται στο Γαλαξία μας. Άλλα υπήρχαν, όταν σχηματίστηκε η Γη και το Ηλιακό μας Σύστημα, ή έπεσαν αργότερα στη Γη από μετεωρίτες, ή σχηματίστηκαν στη Γη βάσει φυσικών διαδικασιών. Κάθε φυτό και ζώο –και ο άνθρωπος– αποτελούνται από πρωτόνια, ηλεκτρόνια και νετρόνια, τα οποία με πολύπλοκες διαδικασίες σχηματίζουν τα κύτταρα, εκατομμύρια των οποίων βρίσκονται σε κάθε ον, σε κάθε ανθρώπινο σώμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από σκόνη ενδογαλακτικού νέφους. Όταν τα ζώα η τα φυτά πεθάνουν, τα συστατικά τους επιστρέφουν στη Γη, όπου διαλύονται, ανακυκλώνονται και χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό νέων οργανισμών, νέων ζωών. Όλα όμως είναι συστατικά του Γαλαξία μας, που έχει σχηματισθεί από υλικά που υπήρχαν ήδη στο Σύμπαν.




Μια εικόνα του κύκλου της ζωής και του θανάτου στο Σύμπαν: Σε ένα μικρό κοντινό μας γαλαξία βρίσκεται ένα φωτεινό νέφος αερίων και σκόνης, ένα νεφέλωμα, στο οποίο υπάρχουν χιλιάδες πρόσφατα σχηματισμένοι αστέρες. Εάν δεν είχε πεθάνει ένας τεράστιος αστέρας εκατομμύρια χρόνια πριν, αυτό το φυτώριο νέων αστέρων δεν θα είχε ποτέ δημιουργηθεί. (Νεφέλωμα Henize 206.)
    
    Αυτή η διαδικασία περιγράφεται αλληγορικά με εξαιρετική γλαφυρότητα στα «Ορφικά». Οι ορφικο-μυστηριακοί μύθοι της Περσεφόνης και του Πλούτωνα, της Ωρείθυιας και του Βορέα, της Ηούς και του Κεφάλου, του Ενδυμίωνα και της Σελήνης, του Αδώνιδος και της Αφροδίτης είναι αλληγορικοί και συμβολίζουν τον έρωτα και το θάνατο, το χειμώνα και την άνοιξη, το θάψιμο - σπορά των γεννημάτων και την ανθοφορία τους. Οι Ορφικοί, οι οποίοι δεν ήταν απλοί θρησκειολόγοι αλλά ανυπέρβλητοι επιστήμονες, μετατόπισαν το βασίλειο των νεκρών από τον Άδη στο Γαλαξία. Κατά τους Ορφικούς δεν υπήρχε θάνατος, αλλά μεταβολή και εναλλαγή ζωής, η οποία με το θάνατο επιστρέφει στην πηγή της, το Γαλαξία.

    «Έριφος ες γάλ’ έπετον»· έτσι κλείνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των Ορφικών (απ. 18, γρ. 13), που σημαίνει: «σαν κατσικάκι έπεσα στο γάλα». Είναι ο νεκρός που το λέει, όταν ο Ευκλής και ο Ευβουλεύς τον υποδέχονται στον Άδη, κι αυτός πέφτει στο γάλα. Με το γάλα αλληγορείται ο Γαλαξίας, ο νεκρός δηλαδή ξαναγυρνά στην πηγή της ύλης του. Με το απόσπασμα αυτό εξηγείται, πως τα φυσικά συστατικά, που συνθέτουν τον άνθρωπο, τα οποία αποτελούν ένα μικρό μέρος της γαλαξιακής σκόνης, με το θάνατο του ανθρώπου επιστρέφουν στο Γαλαξία, απ’ όπου προέρχονται.
    
     Ακόμα και εάν συμβεί ατομική έκρηξη και εξαϋλωθούμε, τα συστατικά μας θα μετατραπούν σε ενέργεια βάσει της γνωστής εξίσωσης μετατροπής της ύλης σε ενέργεια (Ε=mc2), η οποία ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλους οργανισμούς ή να μετατραπεί πάλι σε ύλη βάσει της αντίστροφης διαδικασίας. Ακόμα και τα συστατικά, από τα οποία σχηματίστηκε ο Γαλαξίας μας και από τα οποία είναι σχηματισμένη η ζωή σήμερα στη Γη, ενδεχομένως να ήταν παλαιότερα ενέργεια, η οποία έχει μετατραπεί σε ύλη στο μακρυνό παρελθόν.

«Διαφυόμενον- ξυμφυόμενον»:
Η ζωή και ο θάνατος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική Σκέψη
  Οι βάσεις της Φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της κατά φύση φιλοσοφικής προσέγγισης του κόσμου τέθηκαν τον στ΄ αι. π.Χ. στη Σχολή της Μιλήτου. Ο Αναξίμανδρος έγραψε πραγματεία περί Φύσεως, από την οποία διασώθηκαν φράσεις μνημονευόμενες από τον Αριστοτέλη και τον Ιππόλυτο και οι παρακάτω χαρακτηριστικοί στίχοι, που βρίσκονται στα σχόλια έργων του Αριστοτέλη του Σιμπλίκιου: «Αναξίμανδρος αρχήν είρηκε των όντων το άπειρον... εξ ων δε η γένεσίς εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίγνεσθαι κατά το χρεών· διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν.» («Εις Φυσικά Αριστοτέλους», 24.13.)

    Δηλαδή: «Ο Αναξίμανδρος πρεσβεύει ότι αρχή και στοιχείον των όντων είναι το άπειρον... και ότι εξ εκείνου, από το οποίον γίνονται τα όντα, εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα κατά το πρέπον· διότι αυτά ούτω πως δίδουν δίκην και αποζημίωσιν προς άλληλα δια την αδικίαν (δηλ. τη διατάραξη της ισορροπίας) κατά το πλήρωμα του χρόνου.» Δίκη κατά τον φιλόσοφο είναι η αδήριτη αρμογή των αντιθετικών δυνάμεων στην εξισορρόπησή τους· είναι η ομολογία των αντιθετικών δυνάμεων του Σύμπαντος, που ορίζει «κατά την του χρόνου τάξιν» τα όρια του κάθε όντος και φέρει στο φως την εξέλιξη της ζωής και της φύσεως. Πρόκειται για την Αναξιμάνδρειο κοσμοδικία, που σαν τραγωδία εκτυλίσσεται μεταξύ βίας και συντριβής, μεταξύ ύβρεως και τίσεως και νεμέσεως.
    
     Ο Σιμπλίκιος προσθέτει, ότι «εξ εκείνων, οι οποίοι λέγουν ότι το Σύμπαν είναι εν και κινούμενον και άπειρον, ο Αναξίμανδρος μεν ο Μιλήσιος πρεσβεύει, ότι αρχή και στοιχείον των όντων είναι το άπειρον, ...εκ της οποίας γίνονται όλοι οι ουρανοί και οι εις τους αυτούς υπάρχοντες κόσμοι».

     Πολύ ενδιαφέρον για τη θεωρία του Αναξίμανδρου παρουσιάζει και η εξής πληροφορία, που περιέχεται στην πραγματεία του Πλούταρχου «Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις»: «Ο Αναξίμανδρος δε ο Μιλήσιος λέγει, ότι αρχική ουσία των όντων είναι το άπειρον· διότι από αυτό γίνονται όλα τα πράγματα και εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα. Δι’ αυτό γίγνονται πολλοί κόσμοι και πάλιν φθείρονται εις εκείνο, από το οποίον έγιναν.»
  






Aκόμα κι αν έθλιβε και μελαγχολούσε τους αρχαίους έλληνες ο θάνατος, δεν τους είχε καταστήσει αρνησιθάνατους η άπραγους μοιρολάτρες, γιατί γνώριζαν, πως η ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένη με το θάνατο. Στην εικόνα φαίνεται επιτύμβια στήλη του δ΄ αι.. π.Χ., στην οποία ο νεκρός –ονόματι Αρτέμων, σύμφωνα με την επιγραφή– αποχαιρετάει με αξιοπρέπεια έναν μεγαλύτερο άνδρα, πιθανώς τον πατέρα του (Γλυπτοθήκη Μονάχου).
    
  Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, το Σύμπαν - Κόσμος δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου θεού η ανθρώπου, αλλ’ ήταν, είναι και θα είναι «πυρ αείζωον», που αναβοσβήνει με ρυθμό και νόμο («άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», Απ. 30). Κατά το Δημόκριτο ο μεγάλος κόσμος (Σύμπαν) αποτελείται από άπειρους αυτοτελείς, αυτόζωους κι αυτοκίνητους μικρούς κόσμους, που είναι διατεταγμένοι τέλεια και αποτελεσματικά έτσι, ώστε να δημιουργούν μια ενιαία ολότητα. Ο κάθε μικρόκοσμος είναι αυτοελεύθερος κι αυτόνομος ως μονάδα, συγχρόνως όμως είναι κι αυτοδεσμευμένος ως μέλος - απόσπασμα της ολότητας. Η ζωή λοιπόν κι η πρόσβαση του κάθε μικρόκοσμου μπορεί να φαίνεται ανεξάρτητη, στην πραγματικότητα όμως επηρεάζεται αποφασιστικά από τους ομοίους του, εξαρτάται δε και συντηρείται απ’ την ολότητα, με την οποία «η μοίρα τον έχει δέσει με σιδηρές αλυσίδες κι εκτός των κόλπων αυτής δεν νοείται» (Παρμενίδης, Απ. 8).

    Όπως ο μεγάκοσμος «άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», έτσι κι ο κάθε μικρόκοσμος -άρα κι ο άνθρωπος, αφού και «άνθρωπος μικρός κόσμος» (Δημόκριτος, Απ. 34)- ανάβει και σβήνει, γεννιέται και πεθαίνει, εξασφαλίζοντας έτσι την αιωνιότητα και την νεότητα του Σύμπαντος.
    
     Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή δύο αρχές κατευθύνουν τα πράγματα στον κόσμο και τα φαινόμενα. Η φιλία (η έλξη) και το νείκος (η άπωση). Από την φιλία (την έλξη) των πολλών προέρχεται το ένα, ενώ από το νείκος (την άπωση) προέρχονται τα πολλά. Η θεωρία αυτή του Εμπεδοκλή της γένεσης των πραγμάτων (οργανισμών κ.λπ.) συνεπεία της έλξης απλών στοιχείων και της αποσύνθεσής τους συνεπεία της χαλάρωσης των ελκτικών δυνάμεων και της μεταξύ των απλών στοιχείων εμφανιζόμενης άπωσης προκαλεί τον θαυμασμό της σύγχρονης Επιστήμης, η οποία στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σύμφωνη με τον Ακραγαντίνο φυσικό φιλόσοφο. («Φύσις ουδενός εστιν απάντων θνητών, ουδέ τις ουλομένου θανάτοιο τελευτή, αλλά μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων εστί, φύσις δ’επί τοις ονομάζεται ανθρώποισιν» Απ. 8, 4-7.)

    Η συνεχής εναλλαγή ζωής και θανάτου δεν έχει σταματημό σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή: «Και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει», μας πληροφορεί («Περί Φύσεως», 17.) Τα πέρατα -άρα και η γένεση κι ο θάνατος των όντων- συνίστανται στο αλληλοξεπέρασμά τους· κι όπως η ζωή διαπερνά και ξεπερνά το θάνατο, έτσι κι ο τελευταίος διαπερνά και ξεπερνά τη ζωή, μ’ αποτέλεσμα τη δημιουργία του Εμπεδόκλειου «σφαίρου», της σφαιρικότητας δηλαδή της αειμετάβλητης ζωής του Σύμπαντος, που χαρακτηρίζεται από την απεραντοσύνη στο χώρο και την αιωνιότητα στο χρόνο. Η διαφοροποίηση –ενοποίηση των όντων, το «διαφερόμενον– ξυμφερόμενον» του Ηρακλείτου, ο Εμπεδοκλής το διατυπώνει ως «διαφύεσθαι - ξυμφύεσθαι», ως «διαφυόμενον- ξυμφυόμενον» και μάλιστα πολλαπλώς. Η γέννηση αποτελεί συν-δόμηση των ριζωμάτων, μια συνδόμηση που προϋποθέτει κάποια προγενέστερη απο-δόμηση, κι η τελευταία προϋποθέτει κάποια μελλοντική συν-δόμηση.
  
     Χαρακτηριστικό είναι ένα απόφθεγμα του Θαλή, με το οποίο δεν διακρίνει διαφορά μεταξύ θανάτου και ζωής: «Ουδέν έφη τον θάνατον διαφέρει του ζην· «συ ουν», έφη τις, «διατί ουκ αποθνήσκεις;» «ότι», έφη, «ουδέν διαφέρει». Δηλαδή: «Έλεγεν, ότι ο θάνατος δεν διαφέρει της ζωής. Τότε, εσύ, γιατί δεν πεθαίνεις; του είπε κάποιος. Διότι, είπε, δεν διαφέρει ο θάνατος της ζωής».

     «Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον», λέει ο Ηράκλειτος, που σημαίνει, ότι, εάν δεν καλλιεργείς μέσα σου φανταστικούς κόσμους, δεν πρόκειται και να τους συναντήσεις, γιατί αυτοί δεν ανήκουν στην περιοχή του επιστητού και νοητού· άρα είναι α-νόητοι, αφού «ταυτόν εστι το νοέειν τε και είναι» σύμφωνα με τον Παρμενίδη. Με άλλα λόγια, «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσης, αν δεν τους κουβανής μέσ’ στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνη εμπρός σου», όπως λέει ο ποιητής.


«Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον»
  Επί του ιδεολογικού προβλήματος του φόβου και συγκεκριμένα του φόβου του θανάτου παίχτηκε και κρίθηκε η γιγαντιαία, πολυαίωνη και πολύκροτη μάχη του ορθολογισμού με τη θεοκρατία, της ελευθερίας με τη δουλεία, της αλήθειας με το ψεύδος, του πολιτισμού με την βαρβαρότητα. Όταν οι εξουσιαστές επέσεισαν την απειλή του μεταφυσικού φόβου, τον «φόβο Κυρίου», τον φόβο θανάτου με όλα τα παρεπόμενα (κολάσεις, καζάνια που βράζουν, πίσσες, πηρούνες, δεύτερες παρουσίες και νεκραναστάσεις), οι άνθρωποι λύγισαν. Έκτοτε η θεοκρατία, αδίστακτη καθώς είναι και τυραννική, χρησιμοποιεί κατά κόρον το όπλο της επιτυχίας της κι εκμεταλλευόμενη τις ανθρώπινες αδυναμίες κι ατέλειες κατατρομοκρατεί τους ανθρώπους με την οργή του Γιαχβέ και τους μεταθανάτιους κολασμούς.



                 
     Αν ο πρώην Αρχιεπίσκοπος δεν ήταν ο στυλοβάτης των ανατολίτικων φαντασιώσεων περί μετά θάνατον ζωής, περί Δευτέρας Παρουσίας, περί Αναστάσεως εκ νεκρών και περί Παραδείσου, η φωτογραφία, που δημοσιεύουμε, θα περίσσευε από σεβασμό προς την κατάσταση, στην οποία είχε βρεθεί· όμως τα ανωτέρω χριστιανικά φληναφήματα μας οδηγούν στην πνευματική ευθύνη να δείξουμε in vivo, πόσο είναι πιστευτά τα κηρύγματα ακόμη και σε εκείνους, που τα κηρύττουν. (Η φωτογραφία είναι από τον ορθόδοξο ναό στο Μαϊάμι, όταν ο πρώην αρχιεπίσκοπος εκκλησιάστηκε, αφού είχε ματαιωθεί η μεταμόσχευση ήπατος, και αφού είχε πληροφορηθεί, ότι η κατάστασή του δεν επέτρεπε ούτε καν τη χημειοθεραπεία, στην οποία υποβάλλονται οι καρκινοπαθείς.)

   
    Για τους χριστιανούς ο θάνατος είναι αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, δια του οποίου «ο θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον και εις πάντας ανθρώπους διήλθε» (Ρωμ. ε  12). Αίτιος του θανάτου είναι ο αυτεξούσιος και ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος «αποστραφείς τα αιώνια και συμβουλία του διαβόλου εις τα της φθοράς επιστραφείς, εαυτώ αίτιος της εν τω θανάτω φθοράς γέγονε» (Μ. Αθανάσιος, «Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου» 5, Migne P.G. 25, 104-5). «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον», αναφέρεται σε ιδιόμελο του Ιωάννου Δαμασκηνού. Η «Αποκάλυψις» κάνει λόγο για καζάνια με φωτιά: «Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (κα  8.) Κόλαση και Παράδεισος είναι το δίπολο της ψυχικής πίεσης, που ασκείται στους πιστούς.

    Εντελώς αντιδιαμετρικά βρίσκονται όλα αυτά από την ορθολογική σκέψη: «Όστις δε θνητών θάνατον ορρωδεί λίαν μωρός πέφυκε», δηλαδή «απ’ τους θνητούς όποιος το θάνατο πολύ φοβάται, γεννήθηκε μωρός», δίδασκε ο Σοφοκλής (απ. 951). Ο θάνατος σατιρίζεται με καυστικό ύφος στους «Νεκρικούς Διάλογους» του Λουκιανού, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα στον Άδη, όπου οι αφιχθέντες νεκροί Διογένης, Μένιππος και άλλοι παρουσιάζουν τις εντυπώσεις, τις αντιδράσεις και τις σκέψεις των εκπροσώπων της Κυνικής Φιλοσοφίας. Με κυνική καυστικότητα στηλιτεύεται η ματαιοδοξία βασιλέων, ηγεμόνων, πλουσίων, αλλά και η ανοησία ωρισμένων γέρων και φτωχών, που απεύχονται και προσπαθούν να αποφύγουν το θάνατο, ενώ δεν έχουν καν τη δυνατότητα να απολαύσουν τη ζωή.
 









 









«Ουαί, οι εκζητούντες, θεάσασθε την φοβεράν ημέραν του Κυρίου· αύτη γαρ εστι σκότος· πυρί γαρ δοκιμάσει τα σύμπαντα» (στίχοι από τη «Νεκρώσιμο Ακολουθία», που ψάλλεται κατά την χριστιανική τελετή ταφής των νεκρών). Στην παραπλεύρως εικόνα φαίνεται καθαρά η αλλοίωση της φυσικής έννοιας θάνατος από τον Χριστιανισμό. Τελώνια εμποδίζουν την μετά το θάνατο προσέγγιση του νεκρού προς την κορυφή της ουρανόδρομης κλίμακας, όπου περιμένει ο Θεός. Όποιον ρίξουν, τον τρώει ο Διάβολος. (Πηγή εικόνας: Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Κλίμαξ», Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2004.)
    

     Ο Πλούταρχος, θεωρούσε τις αντιλήψεις για μεταθανάτιες ανταμοιβές η τιμωρίες ανόητες δεισιδαιμονίες: «Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι τέλος της ζωής, αλλά όχι της δεισιδαιμονίας, αφού αυτή περνάει τα σύνορα της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας το φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέοντας με το θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων, και θεωρώντας τη στιγμή που απαλλάσσεται από τα δεινά ότι τότε μπαίνει σε βάσανα, που δεν έχουν τελειωμό.» («Περί δεισιδαιμονίας», 166F-167A.)

     Ο Πορφύριος έγραφε για την ανάσταση: «Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρη ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα, και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια, κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθισθεί από θηρία και όρνεα. Πως είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματά τους; Ας το ελέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέχεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφησαν, φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πως λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού, που αφανίστηκε περνώντας μέσα από τόσα ζώα;» («Αποκριτικός κατά χριστιανών», IV 24.) [Το αυτοκρατορικό διάταγμα του 448 μ.Χ. αναφέρει: «Όλα όσα έγραψε, παρασυρμένος από την τρέλλα του ο Πορφύριος κατά της ευσεβούς θρησκείας των χριστιανών, σε οποιουδήποτε χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά. Δεν επιθυμούμε να φτάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα, που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών».]



  


Η αντίληψη του με χριστιανική παιδεία συγχρόνου ανθρώπου για το θάνατο δεν διαφέρει της μεσαιωνικής. Στο παραπλεύρως σκίτσο, που προέρχεται από τη «Σύγχρονη Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια» (εκδ. Μοndadori, Μιλάνο 2007) και καταγράφει τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές κατά τον τριακονταετή πόλεμο, ο θάνατος απεικονίζεται με αποκρουστική όψη, μαύρα ράσα και κρατάει δρεπάνι.
 
  Επειδή ο φόβος εκπηγάζει από την άγνοια, το ρόλο του τρομοκράτη παίζει η εκπαίδευση, που εντέχνως καλλιεργεί τον «φόβον Κυρίου». Ως όργανο και μοχλός της εξουσίας συνηθίζει τις τρυφερές και ανίδεες υπάρξεις να φοβούνται όχι μόνο τον αόρατο Θεό, αλλά και κάθε άλλο «κύριο», αφέντη και άρχοντα της πολιτικής και της κοινωνίας.

    Σήμερα «μόνο δειλιασμένες ψυχές, φοβιτσιάρικα όντα, διεστραμμένα, εγκληματικά, χωρίς ήρεμη αυτάρκεια του νου, άρρωστα από φόβο» συναντά κανείς, σύμφωνα με το Νίτσε. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο θάνατος φαντάζει φοβερός, απεχθής, αποτρόπαιος, ενώ η ζωή έχει αναχθεί σε αυταξία και αυτοσκοπό. Οι σημερινοί άνθρωποι αποφεύγουν να σκέπτονται το θάνατο και κλείνουν τα μάτια σε αυτόν στρουθοκαμηλικά. Βρισκόμαστε δηλαδή πάλι στο στάδιο της βαρβαρότητας και του πρωτογονισμού. Ο Ηράκλειτος έλεγε, πως τα σκυλιά γαυγίζουν σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους, που φοβούνται το θάνατο, χωρίς κανένας τους να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται.
                                                          

                                                        *      *      *

  Το πρόβλημα του θανάτου, όταν αντιμετωπίζεται σαν φόβητρο, όταν γίνεται αντικείμενο ιδεολογικού εμπορίου από την εξουσία (θρησκευτική η πολιτική) υποδουλώνει τον άνθρωπο. Αφού ο άνθρωπος απορρίψει τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, πρέπει να εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Να μπορέσει να δεί, ότι ζωή και θάνατος είναι τα πιο συμφυή, συνυπάρχοντα, συννοούμενα φαινόμενα, αφού δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο· ότι ζωή και θάνατος είναι, εν τέλει, ένα και το αυτό πράγμα.


     Όχι ο πεισιθάνατος, ούτε ο ερασιθάνατος άνθρωπος, αλλά απλά ο γνώστης του θανάτου άνθρωπος αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός κόσμου έλλογου, ελεύθερου και αληθινού.
freeinquiry.gr



Δεν υπάρχουν σχόλια :