Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

ΕΚΚΛΗΣΙΑ–ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Πώς εξ αιτίας τους παρατάθηκε
έως σήμερα ο Βυζαντινός Μεσαίωνας
και χάθηκε η ευκαιρία της πολιτιστικής μας επαναφοράς

  Η κατάλυση της Bυζαντινής  «αυτοκρατορίας»  από τους Οθωμανούς δεν έγινε ξαφνικά με  μια επιδρομή, που οδήγησε στην εκπόρθηση της πρωτεύουσάς της.      Σχεδόν έναν αιώνα πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι δύο κυρίαρχες εξουσιαστικές ομάδες τής, συρρικνωμένης σε κάποια ελλαδικά εδάφη, πρώην αυτοκρατορίας, δηλαδή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες (φεουδάρχες) και ο κλήρος (Πατριαρχείο και μοναστήρια), είχαν αρχίσει να βολιδοσκοπούν τους Τούρκους και να παζαρεύουν προληπτικά τούς όρους  παράδοσης τής επικράτειάς τους, στους διαφαινόμενους κατακτητές.

    Όπως θα δούμε παρακάτω, ήδη σχεδόν έναν αιώνα πριν την τελική  κατάληψη της Κωνσταντινούπολης έχουμε το πρώτο καλωσόρισμα των Οθωμανών από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αλλά και οι τσιφλικάδες της  ελλαδικής ενδοχώρας είχαν ήδη προχωρήσει ενωρίτατα σε συμφεροντολογικές συνεννοήσεις με τους επερχόμενους Οθωμανούς.

            
    H Βυζαντινή Αυτοκρατορία ούτε Βυζαντινή ήταν, ούτε αυτοκρατορία, όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» επινοήθηκαν τον ιη΄  αιώνα, προκειμένου να εμπεδώσουν τον δήθεν Ελληνικό χαρακτήρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα ιστορικά κείμενα του Μεσαίωνα η συγκεκριμένη αυτοκρατορία ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε Βυζαντινή ή Ελληνική      Στο χάρτη φαίνεται, ότι η κατʼ ευφημισμό της Ρωμιοσύνης, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το πρώτο μισό του ιε΄ αιώνα είχε περιορισθεί στην Κωνσταντινούπολη, σε μερικές τριγύρω πόλεις, σε ένα τμήμα της Πελοποννήσου και σε ορισμένα νησιά του Αιγίου, που δεν φαίνονται ευκρινώς στην κλίμακα του χάρτη. (Η Θεσσαλονίκη είχε ήδη καταληφθεί από το 1.430, ύστερα από προδοσία των καλόγερων της μονής Βλατάδων.)


Οι λόγοι προσέγγισης Βυζαντινής Εξουσίας και Οθωμανών
  Οι λόγοι για τους οποίους οι δύο κυρίαρχες εξουσιαστικές ομάδες της αυτοκρατορίας επιδίωξαν πολύ νωρίς διαπραγματεύσεις με τους μελλοντικούς κατακτητές ήσαν δύο.

     Ο πρώτος είναι, ότι δεν μπορούσαν να τους πολεμήσουν. Η βυζαντινή γραφειοκρατία διαβρωμένη από τη διαφθορά των προαναφερθέντων εξουσιαστών και των αξιωματούχων τους αδυνατούσε να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς, που απαιτούνταν για τη διεξαγωγή ενός πολέμου τέτοιων απαιτήσεων. Από την άλλη, η εξεύρεση πόρων για έναν τέτοιο πόλεμο δεν θα μπορούσε να γίνει επιτυχώς χωρίς έναν γενικότερο δραστικό εκσυγχρονισμό της φοροαφαιμαγμένης και εξαθλιωμένης μεσαιωνικής βυζαντινής κοινωνίας (εκσυγχρονισμός, που είχε ήδη αρχίσει στη Δύση), πράγμα, που θα προϋπέθετε παραίτηση των εν λόγω  εξουσιαστικών ομάδων από τα περισσότερα προνόμιά τους.

     Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Πιεσμένοι τόσο από τους Τούρκους, όσο και από την απομεσαιωνοποιούμενη και ανερχόμενη οικονομικά και  πολιτισμικά  Δύση, οι φεουδάρχες και ο βυζαντινός κλήρος θεώρησαν ως μή χείρον το να παραδοθούν στους πρώτους έχοντας τουλάχιστον παζαρέψει τη διατήρηση των προνομίων τους. Άλλωστε, παρά τις φαινομενικές διαφορές, οι Οθωμανοί δεν ήσαν φορείς κάποιας ριζικά διαφορετικής κουλτούρας και η βυζαντινή φεουδαρχία, αλλά και ο αρχιφεουδάρχης ορθόδοξος κλήρος, μπορούσαν να ευελπιστούν (όπως και έγινε), ότι θα  μετατρέπονταν σε ευνοούμενους τοποτηρητές ενός καθεστώτος, που δεν ήταν αισθητά πιο οπισθοδρομικό και μεσαιωνικό σε σχέση με  το δικό τους.



    Άλλωστε, από ιδεολογικής πλευράς οι δύο κυρίαρχες εξουσιαστικές ομάδες του Βυζαντίου ένιωθαν πολύ πλησιέστερα στους Οθωμανούς, παρά στους Δυτικούς. Οι τελευταίοι είχαν πρόσφατα μπεί στην τροχιά της Αναγέννησης και είχαν ήδη αρχίσει να επανανακαλύπτουν την κλασική Ελληνική και Λατινική Παιδεία και Τέχνη και (παρά την σιδηρά χείρα της μετέπειτα Ιεράς Εξέτασης) το επιστημονικό πνεύμα. Ένα διαδεδομένο μύθευμα έχει να κάνει με την υποτιθέμενη πυροδότηση της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης από τους βυζαντινούς λόγιους, που κατέφυγαν στην Ιταλία μετά την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο η Αναγέννηση είχε ήδη αρχίσει προ πολλού χάρις στα κλασικά Ελληνικά κείμενα, τα οποία είχαν διασώσει οι Άραβες από τον χριστιανικό φανατισμό και που μέσω της Ιβηρικής διαδόθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη Τα περί Ελληνικής Παιδείας, που δήθεν καλλιεργείτο αδιάκοπα στο Βυζάντιο και η οποία δήθεν «μετακενώθηκε» στη Δύση δημιουργώντας την Αναγέννηση είναι παραμύθια της ελληνοχριστιανικής προπαγάνδας. Αυτό που καλλιεργούσαν οι βυζαντινοί λόγιοι ήταν ο περιβόητος και στείρος σχολαστικισμός τους (που αργότερα, μετά το 1821, οδήγησε στο καταστροφικό για πολλές γενιές νεοελλήνων Γλωσσικό Ζήτημα). Πέραν αυτού οι εκχριστιανισμένοι βυζαντινοί ήταν αυτοί, που είχαν καταστρέψει τα περισσότερα μνημεία καλλιτεχνικά, επιστημονικά κ.λπ. του Ελληνικού Πολιτισμού Κατ' αυτό τον τρόπο ο μεσαιωνικός βυζαντινός σκοταδισμός απειλείτο άμεσα από την βαθμιαία πολιτισμική απομεσαιωνοποίηση των Δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών και από την επιστροφή στις κλασικές καταβολές τού Δυτικού Πολιτισμού.

     Επίσης, οι βυζαντινοί φεουδάρχες και ο -εξ ίσου φεουδάρχης- ορθόδοξος κλήρος  κινδύνευαν να καταβροχθιστούν από το δυναμικό Δυτικό Εμπόριο (Βενετοί, Γενουάτες κ.λπ.) και από τον ανερχόμενο πρώιμο Δυτικό Καπιταλισμό. Γιʼ αυτό δεν είναι περίεργο, που προτίμησαν να ενταχθούν στο, σαφώς πιο ταιριαστό τους, γαιοκτημονικό σύστημα της Οθωμανικής πολεμικής αριστοκρατίας, παρά σε έναν σύγχρονο Ευρωπαϊκό κόσμο.



Η φιλοδυτική «Βυζαντινή» μειοψηφία
  Μια τρίτη κοινωνική ομάδα αντιπάλων συμφερόντων με τις προηγούμενες δύο, η οποία αλληλοϋποστηριζόταν με το αυτοκρατορικό περιβάλλον των Παλαιολόγων, ήταν οι έμποροι πλοιοκτήτες της Κωνσταντινούπολης (το μόνο μέρος της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχε μια υποτυπωδώς σύγχρονη οικονομική δραστηριότητα από πλευράς βυζαντινών). Εν μέσω σφύρας και άκμονος, δηλαδή φεουδαρχών και ορθόδοξου κλήρου, οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης και οι Παλαιολόγοι ήταν οι μόνοι, που είχαν ταχθεί υπέρ της δυτικοποίησης της μεσαιωνικής βυζαντινής κοινωνίας. Η συναναστροφή τους με Ιταλιώτες εμπορικούς πράκτορες, που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη, τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια τους στη Δύση, η φύση των οικονομικών τους συμφερόντων κ.λπ., τούς είχαν δημιουργήσει μια νέα κοινωνική οπτική.   Υποστήριζαν και εργάζονταν για  την προσέγγιση με τη Δύση και όταν αυτή δεν έγινε εφικτή βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο υποχρεωμένοι να πολεμήσουν τους Οθωμανούς σε μια μάχη με προεξοφλημένο αποτέλεσμα.

     Η στροφή προς τη Δύση για αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας απέναντι στον Οθωμανικό κίνδυνο περνούσε δυστυχώς, όχι μόνο μέσα από εμπορικές ή πολιτιστικές συμφωνίες, αλλά και από την προσέγγιση των δύο κυρίαρχων χριστιανικών δογμάτων, της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού. Γιʼ αυτό τόσο οι Παλαιολόγοι, όσο και οι πλοιοκτήτες έμποροι της Κωνσταντινούπολης ήταν υποστηρικτές της ενοποίησης των δύο ανταγωνιστικών χριστιανικών εκκλησιών(1).
Η Χριστιανική Ορθοδοξία
στρώνει πρώτη το χαλί στους ομόθεούς της Οθωμανούς
  Τις παραμονές της οθωμανικής κατάκτησης η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του κατεξοχήν φεουδάρχη της αυτοκρατορίας, ήταν δεινή. Κινδύνευε να υποβαθμιστεί οικονομικά τόσο λόγω του στενέματος των ιστορικών περιθωρίων της απαρχαιωμένης φεουδαρχίας, όσο και από την οικονομική διείσδυση των Δυτικών εμπόρων (οι οποίοι δραστηριοποιούνταν κυρίως στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, αλλά είχαν επίσης και την αποκλειστική εκμετάλλευση  άλλων σημαντικών λιμανιών στο Αιγαίο). Αλλά μια υπαγωγή της αυτοκρατορίας στη Δυτική οικονομική σφαίρα επιρροής θα σήμαινε επίσης και ένα δεύτερο, πολύ χειρότερο για τους ορθόδοξους θεοκράτες, κακό: την υπαγωγή της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκευτικής Εξουσίας στο Δυτικό Χριστιανισμό –υπαγωγή, που εμφανιζόταν με τη μορφή της ενοποίησης των δύο Εκκλησιών. Υπό αυτές τις συνθήκες η Ορθοδοξία καιροσκοπούσε απροκάλυπτα. Από τη μία, «δια παν ενδεχόμενον», δεν ήθελε να  κλείσει την πόρτα στην πιθανότητα θρησκευτικής ένωσης με τον Ρωμαιοκαθολικισμό και γιʼ αυτό συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις, που γίνονταν στην Ιταλία μήπως και κέρδιζε κάποιο πλεονέκτημα της τελευταίας στιγμής. Από την άλλη διαπραγματευόταν με τους Οθωμανούς.

     «Πρώτο το Άγιον Όρος φαίνεται ότι αναγνώρισε την κυριαρχίαν των Οθωμανών, ότε η έδρα αυτών ην εν Προύση, ίσως επί Σουλτάνου Ορχάν του Νικητού (1326-1360). Οι δε πατέρες του Αγίου Όρους, προβλέποντες ότι η πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους θέλει περιέλθει εις χείρας των Οθωμανών, ένεκεν των εν αυτή επικρατουσών τότε απείρων καταμελισμών και διενέξεων, έσπευσαν εις Προύσαν και υπέβαλον την υποταγή αυτών τω Σουλτάνω, παρʼ ού έλαβον την επικύρωσιν των κτημάτων και των προνομίων αυτών» (2). Ακολούθησαν και πολλά άλλα παρόμοια.




     Η φιλοοθωμανική στάση της «ορθοδοξίας» είχε και επιπτώσεις στον αμιγώς στρατιωτικό τομέα. Στα εκατοντάδες μοναστήρια της, παρασιτοζωούσαν («άγιαζαν») πολλές χιλιάδες άντρες απαλλαγμένοι στράτευσης. (Για το άνευ προηγουμένου κοινωνικο-οικονομικό καρκίνωμα του καλογερισμού τους τελευεταίους βυζαντινούς αιώνες αξίζει να διαβάσει κανείς την μελανώτατη περιγραφή, που κάνει ακόμα κι ένας ελληνοχριστιανός, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τόμος Δ΄). Τα μοναστήρια αποτελούσαν για την κοινωνική πλειοψηφία των εξαθλιωμένων δουλοπαροίκων κάτι σαν τον μεταγενέστερο διορισμό στο Δημόσιο: ήταν μια εξασφάλιση, που δελέαζε πολλούς. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι στην απέλπιδα άμυνα της βυζαντινής πρωτεύουσας παρατάχθηκαν μόνο έξη με επτά χιλιάδες πολεμιστές(4) με απαρχαιωμένο μεσαιωνικό οπλισμό εναντίον εκατοντάδων χιλιάδων πολιορκητών με σύγχρονα για την εποχή βαριά πυροβόλα όπλα.

 Για τη φιλότουρκη στάση της η Ορθόδοξη Εκκλησία ανταμείφθηκε αμέσως με τα προνόμια, που είχε προσυμφωνήσει με τους κατακτητές (προνόμια κυρίως οικονομικά αλλά και άλλα, όπως δικαστικές αρμοδιότητες). Αλλά απέκτησε και έναν ουσιώδη θεσμικό ρόλο στα πλαίσια της Οθωμανικής Δημόσιας Διοίκησης, εξ ίσου σημαντικό με αυτόν, που είχε επί Βυζαντίου. Αποτέλεσε τον κυριότερο τοποτηρητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Εξουσίας, όχι μόνο για τους ελλαδικούς πληθυσμούς, αλλά και για όλα τα Βαλκάνια. Η Τουρκοκρατία αποτελεί την ακμαιότερη περίοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτήν, που η τελευταία αναπολεί συχνότερα.

    Ειδικά τα θρησκευτικά προνόμια, που παραχώρησε ο Μωάμεθ, ήταν τα ακόλουθα:
1. Οι εκκλησίες των χριστιανών να μην γκρεμίζονται και να επισκευάζονται.
2. Ο πατριάρχης να ευλογεί τους γάμους χριστιανών και να τους διαλύει.
3. Τα χριστιανικά έθιμα και οι τελετές να τελούνται ανεμπόδιστα. Σχολεία να ιδρύονται. (Σ.σ.: Άρα για ποιά «κρυφά σχολειά» μιλάμε;
4. Τα πατριαρχεία να ιεροπρακτούν ελεύθερα.
5. Τα πνευματικά κηρύγματα και οι καθαρώς θρησκευτικές διδασκαλίες, εφʼ όσον δεν έθιγαν το Σουλτάνο και το κράτος του, κι αυτά ελεύθερα.
6. Τα μοναστήρια είναι ελεύθερα νʼ αποκτούν περιουσίες είτε από αφιερώματα (βακούφια) των χριστιανών, είτε από αγορές.
7. Οι αγοραπωλησίες των μονών να είναι ελεύθερες.
8. Η προσέλευση και η αφιέρωση στο μοναστικό βίο με η χωρίς κούρα να είναι ελεύθερη.
9. Οι χειροτονίες των κληρικών να είναι ελεύθερες.


Όταν η Δύση διαπίστωσε, ότι οι βυζαντινοί προτιμούσαν να υποταχθούν στους Τούρκους, παρά να κάνουν την παραμικρή παραχώρηση στις Δυτικές Δυνάμεις, δεν διακινδύνευσε έναν πόλεμο με τους αήττητους έως τότε Οθωμανούς, αλλά εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και τους βυζαντινούς εκσυγχρονιστές τής εποχής στην τύχη τους. Οι Οθωμανοί ήταν ένας πολύ δυνατός αντίπαλος ακόμα και για τους θαλασσοκράτορες Βενετούς και Γενοβέζους. Στο κάτω κάτω, ακόμα κι αν  οι Δυτικοί έχαναν το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, τούς έμεναν τόσα άλλα στο Αιγαίο και στην Πελοπόννησο, ώστε το εμπόριό τους να μην υποστεί καίριο πλήγμα. 

Γιατί και με ποιά έννοια μας αφορά το γεγονός της «Άλωσης»:
Το δίλημμα «Δύση ή Ανατολή;»
  Η επιλογή τού να υπαχθεί η χώρα, που σήμερα αποκαλείται Ελλάδα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και όχι στην Δυτική πολιτισμική σφαίρα είχε αρνητικές συνέπειες, που εκδηλώνονται με αμείωτη ένταση μέχρι σήμερα.

     Κατʼ αρχήν την εποχή, που η Δυτική Ευρώπη έβγαινε από τον Μεσαίωνα, η μετέπειτα Ελλάδα όχι μόνο δεν παρακολούθησε αυτή την πολιτισμική διαδικασία, αλλά αντιθέτως γλίστρησε σε μια νέα μεσαιωνική περίοδο τεσσάρων επι πλέον αιώνων. Δηλαδή, ο Μεσαίωνας στην Ελλάδα παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι την Ελληνική Επανάσταση. Λέμε «τουλάχιστον» γιατί στην πραγματικότητα ο Βυζαντινός Μεσαίωνας έχει ακόμα αισθητότατη παρουσία και ρόλο στην νεοελληνική πραγματικότητα.


     Οι βυζαντινές εξουσιαστικές ομάδες, που είναι ιστορικά υπεύθυνες για την Τουρκοκρατία εξακολουθούν να επιβιώνουν ακμαιότατες και στην σημερινή Ελλάδα. Η οποία εμφανίζει μόνο ένα εξωτερικό επίχρισμα Δυτικής κοινωνίας, αλλά επί της ουσίας παραμένει μια χώρα με άθικτο τον σκληρό πυρήνα των βυζαντινών οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δομών της: πελατειακές σχέσεις, διαφθορά (εθνικό σπορ, που αφορά σε όλο ανεξαιρέτως το κοινωνικό φάσμα και όχι μόνο στα ανώτερα εξουσιαστικά κλιμάκια), τεχνολογική υπανάπτυξη, χρηματοοικονομικός παρασιτισμός, στραγγαλισμός κάθε δημιουργικότητας, για να μην θιγούν τα κεκτημένα του κλήρου, των νεοκοτσαμπασήδων και της πελατείας τους, αναξιοκρατία, βλακοκρατία, απαξίωση της μόρφωσης (βλ. χαμηλές αμοιβές, ανεργία των ειδικευμένων κ.λπ.), θεσμικά κατοχυρωμένος εναγκαλισμός Θεοκρατίας και Πολιτείας  κ.λπ., είναι καταστάσεις τριτοκοσμικές, που δεν οφείλονται βέβαια στην Τουρκοκρατία, αλλά αποτελούν επιβιώσαντα εγγενή χαρακτηριστικά του βυζαντινού κοσμοσυστήματος.


   Τι θα είχε συμβεί άν η χώρα, που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα είχε συνδέσει από τότε την τύχη της με αυτήν της Δυτικής Ευρώπης; Οπωσδήποτε τέτοιες υποθετικές ερωτήσεις έχουν και εξ ίσου υποθετικές απαντήσεις.  Αν ερωτηθεί ένας εκπρόσωπος κάποιου από τους συντελεστές της Τουρκοκρατίας, π.χ. ένας ορθόδοξος επίσκοπος, θα ισχυριστεί, ότι θα είχαμε ξεπουλήσει τις ψυχές μας στον σατανά, ότι θα είχαμε χάσει την …ταυτότητά μας και άλλα φαιδρά. Πιθανότατα τα ίδια θα μηρυκάσει και ένας οποιοσδήποτε από τους νεοκοτσαμπασήδες, που λυμαίνονται τη χώρα. Και οι δύο θα εξάρουν αμετανόητα και ανερυθρίαστα τον …εθνοσωτήριο ρόλο της Ορθοδοξίας.
στόσο, μια απλή σύγκριση των περιοχών, που κατάφεραν και κράτησαν οι Δυτικοί από τους Οθωμανούς (Επτάνησα, τμήματα της Πελοποννήσου και της Κρήτης κ.λπ.) και των περιοχών, που περιήλθαν υπό Τουρκική κυριαρχία (δηλ. ουσιαστικά παρέμειναν βυζαντινές) φανερώνει δύο πολύ διαφορετικές Ελλάδες με ένα τεράστιο πολιτισμικό χάσμα ανάμεσά τους. Δεν πρόκειται απλώς για αισθητική διαφορά (π.χ. ομολογουμένως ωραιότερες πόλεις, μνημεία και δημόσια έργα στις -λίγες- περιοχές, που κατείχαν οι Δυτικοί, κακογουστιά και μιζέρια στις -πολύ περισσότερες- περιοχές, που κατείχαν οι Τούρκοι). Πρόκειται για βαθύτατες δομικές διαφορές, που αφορούν στο γενικότερο πολιτισμικό επίπεδο. Οπωσδήποτε η Δυτική κατοχή υπήρξε το ίδιο στυγνή με την Οθωμανική, αλλά οι κάτοικοι των περιοχών, που απελευθερώθηκαν από την Δυτική κατοχή βρέθηκαν να είναι σε τόσο καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους, που είχαν διάγει υπό Τουρκική, ώστε συχνότατα να μην επιθυμούν την ένωσή τους με την υπόλοιπη Ελλάδα.

     Μάλιστα πρόσφατα ο πρώην χριστιανορθόδοξος αρχιεπίσκοπος είχε το θράσος να ισχυριστεί, ότι η δυτικοευρωπαϊκή νοησιαρχία (δηλ. ο Διαφωτισμός, που οδήγησε στη Γαλλική και στην Ελληνική Επανάσταση) έκανε … κακό επειδή έφερε την απιστία στον θεό. Το μεσαιωνικό (αντι)πνεύμα επιβιώνει ακμαιότατο στην νεοελλάδα του 21ου αιώνα.      Ω


     Οι Δυτικοί (Βενετοί, Γάλλοι, Άγγλοι κ.λπ.) φεύγοντας άφησαν πίσω τους πολιτισμικές, οργανωτικές και υλικές υποδομές  σύγχρονης -τότε- χώρας. Η κατοχή κομματιών της Ελλάδας από τους Δυτικούς, αν και εξίσου στυγνή με κάθε άλλη, σίγουρα δεν υπήρξε το μεσαιωνικό χάσιμο του Χρόνου και της Ιστορίας και το τεράστιο πισωγύρισμα, που υπήρξε για την υπόλοιπη Ελλάδα η Οθωμανική κατάκτηση.


     Η  έντεχνη συγκινησιακή διαστροφή και εκμετάλλευση τής σημασίας τής άλωσης της Κωνσταντινούπολης σε «Μεγάλη Ιδέα» και σε γελοιότητες περί «μαρμαρωμένου βασιλιά», ανασύστασης της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κ.λπ., έγινε απλώς για να διατηρηθεί ιδεολογικά ο βυζαντινισμός, για να συσκοτιστεί η ιστορική αλήθεια και για να αποτραπεί η εξαγωγή των ορθών ιστορικών συμπερασμάτων από το εν λόγω γεγονός.

     Γιʼ αυτό, ακόμα και σήμερα, οι νεοέλληνες δεν έχουν αποφασίσει άν ανήκουν στο Δυτικό Πολιτισμό (τον οποίο ουσιαστικά θεμελίωσαν αυτοί, που θεωρούν ως προγόνους τους), ή στην Ασιατική Ανατολή. Αλλοιθωρίζουν αμήχανα ανάμεσα στα κοινωνικά, επιστημονικά κ.λπ. επιτεύγματα της Δύσης και στην ανατολίτική τους «παράδοση» (μια «παράδοση» εντελώς πλαστή και κατασκευασμένη, στην οποία τους κρατά εγκλωβισμένους εδώ και δεκαεπτά αιώνες  η ανατολικορθοδοξία). Αντιμετωπίζουν με κομπλεξισμό και ειρωνεία το Δυτικό Πολιτισμό και τους «κουτόφραγκους» (παρʼ όλο, που καταναλώνουν με τριτοκοσμικό νεοπλουτισμό και επιδειξισμό τα δυτικά επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα), έναν πολιτισμό, που είναι φανερό, ότι δεν μπορούν να τον κατανοήσουν στην ουσία του, αλλά,μόνο να πιθηκίζουν τα επιφανειακά του γνωρίσματα.


     Όπως κάνουν πάντα οι κομπλεξικοί, αρνούνται να αξιολογήσουν συνολικά το διαφορετικό και έχουν αυτοπρογραμματιστεί να βλέπουν –ή να φαντάζονται- μόνο τα αρνητικά των Δυτικών Χωρών. Πρόκειται βέβαια για μια συνήθη «ψυχοκομπίνα» προκειμένου να ξεγελά κάποιος το αίσθημα μειονεξίας του.  Την προπαγανδιστική εικόνα μιας δήθεν παρακμασμένης Δύσης βυθισμένης στην «μοναξιά», την έλλειψη «ανθρωπιάς», την «κατάθλιψη», τη …«συννεφιά» κ.λπ. αναπαράγουν συστηματικά και τα Μ.Μ.Ε. της νεοελλάδας, γνωστά άλλωστε για την δουλικότητά τους απέναντι στη χριστιανορθόδοξη εκκλησία και την βυζαντινή κοσμοαντίληψη, που αυτή διαιωνίζει.


    Ενώ κατά τον ίδιο προπαγανδιστικό τρόπο εξαίρονται οι υποτιθέμενες αρετές του Έλληνα, όπως το «φιλότιμο» (έννοια νεφελώδης, που ο καθένας χρησιμοποιεί κατά βούληση και όπως τον συμφέρει), η «κοινωνικότητα» (δηλ. το γλύψιμο, οι δημόσιες σχέσεις, η αναζήτηση «μέσου» και οι τρικλοποδιές στους ικανότερους), η «φιλοξενία» (του οδηγού ταξί που κατακλέβει τους τουρίστες) και φυσικά ο ωραίος καιρός (εμείς τον φτιάξαμε) και η ομορφιά της χώρας (που την γεμίζουμε με σκουπίδια, ή την καίμε). Η αυτογνωσία δεν ήταν ποτέ στα γνωρίσματα του βυζαντινισμού, η υποκρισία όμως σίγουρα.

     Συχνότατα οι νεοέλληνες αισθάνονται κατά έναν βλακώδη μυστικιστικό τρόπο, ότι υπερέχουν απέναντι στους Δυτικούς, μόνο και μόνο επειδή είναι … χριστιανορθόδοξοι, αναπαράγοντας έτσι τον πανούργο τρόπο, με τον οποίο τους κράτησε -και ουσιαστικά τους κρατάει ακόμα- απομονωμένους  από τον ανεπτυγμένο κόσμο, η χριστιανορθόδοξη ιδεολογία (το ίδιο ακριβώς κόμπλεξ ανωτερότητας έχουν συνήθως  και οι μουσουλμάνοι. που ζούν σε Δυτικές χώρες και γιʼ αυτό στην συντριπτική τους πλειοψηφία αρνούνται με πείσμα να ενσωματωθούν δημιουργικά στο Δυτικό Πολιτισμό) .


     Δισεκατομμύρια άνθρωποι από όλο τον πολιτισμένο κόσμο έρχονται να αντικρύσουν από κοντά τα μνημεία των ιδρυτών του σημερινού πολιτισμού αρχαίων Ελλήνων, από τα οποία ο νεοέλληνας πιθανότατα δεν έχει περάσει ούτε απʼ έξω. Ο τελευταίος προτιμά να σέρνεται στα μοναστήρια, που λειτούργησαν ως ρεσεψιόνς για τους Οθωμανούς, να χάσκει μπροστά στα μυθεύματα περί δήθεν «κρυφού σχολειού», να προσκυνάει αγιοπτώματα και να περιμένει κανένα «θαύμα» από τον κάθε μισάνθρωπο αναχωρητή άγιο της χριστιανορθοδοξίας. Ο νεοέλληνας νιώθει πιο κοντά στα τουρκοτσιφτετελάδικα άσματα και την καταθλιπτική και μονότονη χριστιανορθόδοξη «ιερουργία», παρά στην πλούσια μουσική της Δύσης (κλασική, ή σύγχρονη), η οποία βασίστηκε στη γόνιμη ανάδειξη της δημοτικής παράδοσης των Ευρωπαϊκών λαών (ακόμα και η πλουσιότατη Ελληνική δημοτική παράδοση, που δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτή των υπολοίπων Ευρωπαϊκών εθνών, έχει περάσει απαρατήρητη και ανεκμετάλλευτη από τους περισσότερους νεοέλληνες μουσικούς(7)).


*  *  *
  Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης παρά την δευτερεύουσα σημασία της ως ιστορικού γεγονότος (αφού ουσιαστικά η «αυτοκρατορία» είχε πάψει προ πολλού να υφίσταται), αποτελεί για τους νεοέλληνες ένα πολιτισμικό ορόσημο: γιατί αυτό που χάθηκε τότε δεν ήταν, όπως ισχυρίζεται η δακρύβρεχτη ελληνοχριστιανική προπαγάνδα,  το -μεσαιωνικό και ανθελληνικό- «Βυζάντιο», αλλά η μοναδική ιστορική ευκαιρία της μετέπειτα Ελλάδας να επανενταχθεί στην πολιτισμική πορεία, που δρομολόγησαν οι αρχαίοι Έλληνες και στην οποία βαδίζει τα τελευταία πεντακόσια χρόνια ο Δυτικός Κόσμος.



   Σημειώσεις
   (1) Για περισσότερα σχετικά με τη μερίδα των φιλοδυτικών του «Βυζαντίου» βλ. Τόνιας Κιουσοπούλου  «Βασιλεύς ή Οικονόμος –Πολιτική εξουσία και Ιδεολογία πριν την Άλωση»,  εκδόσεις Πόλις, Αθήνα  2007.
   (2) Όπως αναφέρεται στον Γ. Κορδάτο από τον Σμυρνάκη (Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σ. 34).
   (3) Βλ. κείμενα της εκκλησιαστικής προπαγάνδας όπως η Πατρική Διδασκαλία, 
   (4)  Ο πληθυσμός της Πόλης έφτανε τους 100.000 κατοίκους, ίσως και κοντά στις 200.000, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες. Μόνο στον μέσα από το Κάστρο χώρο υπήρχαν τρακόσια μοναστήρια και πάνω από δέκα χιλιάδες καλόγεροι. Ο Φραντζής (σελ. 240), γράφει, πως ο στρατός του Κωνσταντίνου  αποτελούνταν από τέσσερις χιλιάδες Βυζαντινούς και δύο χιλιάδες ξένους – καθολικούς (Γενοβέζους, Βενετσάνους, Κρήτες, Ισπανούς κ.τ.λ.). Άλλοι όμως, ανεβάζουν το στρατό, που υπερασπιζόταν την Κωνσταντινούπολη σε έξη χιλιάδες Βυζαντινούς και τρείς χιλιάδες ξένους.   
   (5) Βλ. την αλληλογραφία του Μωάμεθ του Βʼ με τους φεουδάρχες άρχοντες της Πελοποννήσου το 1454 (παρατίθεται από τον Κωνσταντίνο Σάθα, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει, σ.127).
   (6) Για περισσότερα σχετικά με τη στάση και δράση των «βυζαντινών» φεουδαρχών και μετέπειτα κοτσαμπασήδων βλ. Ομάδα ενάντια στη Λήθη «Κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο», εκδόσεις Αναρχική Αρχειοθήκη, Αθήνα 1996.
   (7) Είναι αξιοσημείωτο ότι οι «ελληναράδες» συνθέτες μας έχουν συχνότατα εκφραστεί υποτιμητικά για τη ροκ μουσική (και ειδικά όταν την υπηρετούν Έλληνες, οι οποίοι θεωρούνται έτσι ως ξενομανείς και «αρνητές» της καταγωγής τους), τη στιγμή που η απαξιωμένη ελληνική δημοτική παράδοση, προσεγγίστηκε με σεβασμό ακριβώς από σπουδαία ελληνικά ροκ σύνολα, όπως οι Aphroditeʼs Child, οι Ακρίτας και οι Socrates
 freeinquiry.gr
                                                                   Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος

 

1 σχόλιο :

PETROS είπε...

Ακομη και σημερα τα μεγαλυτερα λαμογια ειναι οι παπαδες