Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

555 χρόνια από την Άλωση της Πόλης ( 1453-2008 )

Ημερομηνίες Σταθμοί στην Ιστορία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης

658 π.Χ. Ελληνες άποικοι από τα Μέγαρα ιδρύουν στις ακτές του Κεράτιου Κόλπου μία νέα πόλη, που ονομάζεται Βυζάντιο προς τιμή του οικιστή της Βύζαντα.

330 Η πόλη του Βυζαντίου, αρχικά με το όνομα Νέα Ρώμη και αργότερα με την επωνυμία Κωνσταντινούπολη, γίνεται πρωτεύουσα του Ανατολικού τμήματος της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας.
Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε για ένδεκα ολόκληρους αιώνες ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά κέντρα της Ανατολής, γεγονός που εξηγεί την φήμη της ως "Βασιλίδος των πόλεων".

1204 Απόρθητη από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, η Βυζαντινή πρωτεύουσα, καταλαμβάνεται την άνοιξη του 1204 από τους στρατιώτες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Το τριήμερο των λεηλασιών και βιαιοπραγιών που ακολούθησε την κατάληψη, κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, η οποία δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της λάμψη ακόμα και μετά την παλινόρθωση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων το 1261.

1453 Μετά από πέντε αιώνες αντίσταση στις κατακτητικές διαθέσεις των Τουρκικών φύλων της Ανατολής, η πόλη πέφτει τελικά στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής αναγνωρίζει τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ως πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη όλων των Ορθοδόξων, που ζουν μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και του παραχωρεί μία σειρά προνομίων, για να εξασφαλισθεί η ομαλή διαβίωση του ποιμνίου του κάτω από την Οθωμανική δοιήκηση.

1821 Η επανάσταση των Ελλήνων στην κυρίως Ελλάδα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οδηγεί στη δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Ως υπεύθυνος απέναντι στην σουλτανική εξουσία για την "ανταρσία" του ποιμνίου του, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' απαγχονίζεται στην πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι, που από τότε παραμένει κλειστή σε ένδειξη πένθους. Μαζί με τον Πατριάρχη χάνουν την ζωή τους και άλλοι Αρχιερείς και μέλη της Ελληνικής Κοινότητας και οι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης πυρπολούνται.

1839 - 1856 Στο πλαίσιο των μεγάλων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του 19ου αιώνα, που έχουν στόχο να ανακόψουν την ραγδαία παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βελτιώνεται η θέση των μειονοτήτων, γεγονός που οδηγεί ταχύτατα στην μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση της Ελληνικής Κοινότητας.

1914 Στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου πολέμου η Ελληνική Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης ζει τις τελευταίες μέρες της χρυσής εποχής της. Σύμφωνα με τα Οθωμανικά αρχεία, οι μη Μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης αποτελούν το μισό, από ένα συνολικό πληθυσμό 900.000 περίπου. Τη μεγάλη πλειονότητα συνιστούν οι Ελληνες, ενώ οι υπόλοιποι είναι Εβραίοι, Αρμεναίοι και λίγοι Ευρωπαίοι. Ενώ οι Τούρκοι υπερτερούν πληθυσμιακά, οι μειονότητες είναι εκείνες που με την εκτεταμένη τους εμποροβιομηχανική και χρηματιστηριακή δραστηριότητα, τις τραπεζικές τους εργασίες και τους πολιτιστικούς τους δεσμούς δίνουν στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη του κοσμοπολίτικου κέντρου της εποχής.

1918 - 1920 Μετά την ήττα της στον Α' Παγκοσμίο πολέμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοιράζεται σε ζώνες επιρροής μεταξύ των συμμάχων της Entente, και η Κωνσταντινούπολη τίθεται υπό καθεστώς διεθνούς ελέγχου. Συμμετέχοντας στις Συμμαχικές Δυνάμεις, Ελληνικά πολεμικά πλοία αγκυροβολούν στον Βόσπορο, ενώ Ελληνικό στρατιωτικό απόσμασμα εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη.

1919 Η Ελλάδα του Βενιζέλου αποβιβάζει εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη. Ξεκινά η περιπέτεια τής Μικράς Ασίας, που θα καταλήξει τρία χρόνια αργότερα στην κατάρρευση του μετώπου και τη δραματική έξοδο του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία.

1922 Η είδηση της καταστροφής της Σμύρνης ξυπνά τον πανικό στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Φοβούμενοι τα Τουρκικά αντίποινα, πολλοί που είχαν εκδηλωθεί ανοιχτά υπέρ της Συμμαχικής κατοχής, παίρνουν το δρόμο για την πρόωρη προσφυγιά. Υπολογίζεται ότι, μόνο από τον Οκτώβριο ως τον Δεκέμβριο του 1922 50.000 άφησαν την Κωνσταντινούπολη. Σχεδόν όλοι τους κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα.
Κων/πολη, η βασιλεύουσα των πόλεων, το στολίδι της Ανατολής και της Δύσης. Δημιουργήθηκε από το Μέγα Κων/νο και αλώθηκε επί Βασιλείας Κων/νου (Παλαιολόγος). Ο Μέγας Κων/νος προτίμησε το Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα, που ήταν στο σταυροδρόμι δυο ηπείρων και στο πέρασμα μεγάλων χερσαίων και θαλάσσιών εμπορικών οδών και αποδείχτηκε άξιο της μακραίωνης πολιτικής του ιστορίας.

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία έζησε 1100 χρόνια γνωρίζοντας όλες τις τροπές της μοίρας: δόξα, μεγαλείο, κατάπτωση.
Η Κωνσταντινούπολη από τις τρεις πλευρές περικλείεται από θάλασσα (Προποντίδα, Βόσπορος, Κεράτιος κόλπος), ενώ από την τέταρτη μπορούσε να οχυρωθεί εύκολα με τείχος. Χάρις στα απόρθητα τείχη της και στην ισχύ του βυζαντινού κράτους η Κωνσταντινούπολη έμεινε απόρθητη για σχεδόν 1000 χρόνια.

Γνώρισε πολλές πολιορκίες από τους Αβάρους, τους Αραβες, τους Ρώσους, τους Βουλγάρους, αλλά έμελλε να πέσει για πρώτη φορά το 1204 στα χέρια των Σταυροφόρων, οι οποίοι κατευθύνονταν προς την Παλαιστίνη για να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους.

Πολλοί αυτοκράτορες και αυτοκρατόρισσες κάθισαν στο θρόνο του Μ. Κων/νου και λάμπρυναν την πρωτεύουσα με κτίρια, με εκκλησίες και αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της μεγάλης και λαμπρής αυτοκρατορίας.

Το σύμβολο όμως του Βυζαντίου ζωντανεύει με τη μορφή του Κων/νου Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα, του μαρμαρωμένου βασιλιά, όπως λένε οι θρύλοι που έπεσε με το σπαθί στο χέρι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και αφού είχε αποδείξει πως ήταν αντάξιος απόγονος του Λεωνίδα με την απάντηση που έδωσε στον άπιστο όταν του ζητούσε την παράδοση της Πόλης. Ο Κων/νος Παλαιολόγος, η ψυχή του Ελληνισμού, με την υπέρτατη θυσία του, εξάγνισε την εθνική συνείδηση ενσάρκωσε και συμβόλισε τη συνείδηση χιλιάδων χρόνων Ιστορίας.
Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης από τους Τούρκους ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αγωνιζόταν ως απλός στρατιώτης με θάρρος και ανδρεία στα τείχη. Το παράδειγμα του έδινε θάρρος στους άλλους στρατιώτες που ξεπερνούσαν τους εαυτούς τους στην υπεράσπιση της Βασιλεύουσας. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει στην εσωτερική πλευρά των τειχών από την Κεκρόπορτα, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και όλα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής του εξουσίας και παίρνοντας ένα σπαθί και μια ασπίδα κατευθύνθηκε στην Πύλη του Ρωμανού για να αγωνιστεί μέχρι θανάτου, αφού η μάχη φαινόταν χαμένη.

Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους", Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει.

Η άλωση του 1204 - Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος - ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ

Απόρθητη από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, η Βυζαντινή πρωτεύουσα, καταλαμβάνεται την άνοιξη του 1204 από τους στρατιώτες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Το τριήμερο των λεηλασιών και βιαιοπραγιών που ακολούθησε την κατάληψη, κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, η οποία δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της λάμψη ακόμα και μετά την παλινόρθωση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων το 1261.
Οι Σταυροφόροι βάλανε ξανά φωτιά στην Πόλη, για ν' ανοίξουνε δρόμο και κατά το σούρουπο καταλάβανε το βορειοδυτικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης, τη συνοικία των Βλαχερνών. Η τρίτη αυτή πυρκαϊά, που κράτησε ίσαμε την άλλη μέρα το βράδυ, συνέχισε την καταστροφή της μεγάλης πόλης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γάλλου χρονογράφου Βιλλεαρδουΐνου "υπάρχουνε περισσότερα σπίτια καμένα απ' όσα γερά στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας".(...) Αφού η πυρκαϊά χώρισε τους αντιπάλους, ο Μούρτζουφλος προσπάθησε μάταια ν' ανασυντάξει το στρατό του. (...)
Όταν πια ο Μούρτζουφλος είδε πως του ήταν αδύνατο να κρατήσει"την άμυνα, έφυγε προστατευόμενος από το σκοτάδι της νύχτας. Οι ιππότες εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που ακολούθησε τη φυγή του κατάλαβαν την πόλη ολόκληρη (13 του Απρίλη του 1204). Τότες άρχισε η καταστροφή και η καταλήστευση της Κωνσταντινούπολης, που έμεινε ξακουστή στα χρονικά του Μεσαίωνα.
Την καταστροφή αυτή την κράτησε χρόνια και χρόνια στην ανάμνηση της όλη η Ανατολή. Δώδεκα ώρες ύστερα από το τέλος της μάχης οι Σταυροφόροι αρχίσανε τη συστηματική λεηλασία. (...) Τρία μερόνυχτα οι πεινασμένοι και εξαγριωμένοι από τη μακρόχρονη πολιορκία στρατιώτες λεηλατούσανε την πόλη. (...)
Οι Σταυροφόροι καταστρέψανε ανελέητα όλα τα έργα της αρχαίας τέχνης που είχαν συγκεντρώσει ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοι του. (...) Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουνε τα πιο όμορφα και ονομαστά αριστουργήματα της τέχνης που καταστρέψανε οι Σταυροφόροι. Η μαζική αυτή καταστροφή των πνευματικών προϊόντων, που συγκεντρώθηκαν από αιώνες, έκαμε μεγάλη ζημιά στον ίδιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Ωστόσο, ακόμα κι αν η τέταρτη Σταυρόφορία θεωρηθεί αποκλειστικά ληστρική επιχείρηση, και τέτοια πραγματικά στάθηκε, τα αποτελέσματα της ήταν πολύ κερδοφόρα για τη Δύση. Έτσι οι Σταυροφόροι βρέθηκαν να κατέχουν, εκτός απ' όσα είχαν αρπάξει σαν άτομα, σύμφωνα με όσα λέγει ένας από τους ιστορικούς τους, (ο Βιλλεαρδουΐνος), τόσα πολλά λάφυρα, που κανένας δε θα μπορούσε να εκτιμήσει την αξία τους.
Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ.318 (Διασκευή)

Ο Ιωάννης ο Η΄ μπροστά στις δυσκολίες ακολούθησε τον περπατημένο δρόμο της αναζήτησης βοήθειας από τη Δύση, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την ένωση των δύο εκκλησιών. Λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή, η κατάσταση του Βυζαντινού κράτους ήταν απογοητευτική από οικονομική, στρατιωτική και θρησκευτική άποψη.
1438 - 1439 Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας. Στη σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας είχε υπογραφεί η ένωση των Εκκλησιών Ανατολικής - Δυτικής. όμως το αποτέλεσμα για το Βυζαντινό κόσμο ήταν αρνητικό καθώς ο πληθυσμός διηρέθη σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Και ενώ όλοι περίμεναν βοήθεια από τη Δύση και την καθολική εκκλησία, το μίσος των ανθενωτικών ξεσπάθωσε με αρχηγό το Γεώργιο Σχολάριο και με σύνθημα "Τήν γάρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε τήν ένωσιν χρήζομεν" θυμούμενοι τη βαρβαρότητα των Λατίνων το 1204 με την 4η Σταυροφορία. Παράλληλα δημιουργήθηκε μια αντιλατινική παράταξη με πρωτεργάτη το Λουκά Νοταρά που κατείχε το ύπατο αξίωμα μετά τον αυτοκράτορα διακήρυσσε "Κρειττότερον έστιν ειδέναι έν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλευον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν".

1449 Τελείται η στέψη του νέου αυτοκράτορος της Κων/πολης του Κων/νου ΙΑ΄ Παλαιολόγου που έμελλε να ήταν και ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτωρ.

1451 Τα ηνία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναλαμβάνει ο οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο επονομαζόμενος Πορθητής.

Βυζαντινοί και σύμμαχοι. Η μόνη βοήθεια που δέχτηκαν οι Βυζαντινοί ήταν από τον Γενουάτη Ιουστινιάνη, ο οποίος πολέμησε γενναία και πέθανε για την Πόλη. Η οικονομική κατάσταση της Πόλης ήταν σε άθλια κατάσταση. Επειδή όμως το αυτοκρατορικό ταμείο δεν είχε χρήματα για τους μισθούς των στρατιωτών, ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να αφαιρεθούν από τις εκκλησίες τα ιερά σκεύη και τα αφιερώματα των πιστών για να μας κατασκευαστούν νομίσματα. Κανένας δεν πρέπει να μας κατηγορήσει γι' αυτή την πράξη σαν ιερόσυλους επειδή το επέβαλλε η ανάγκη. Το ίδιο άλλωστε έκανε και ο Δαβίδ όταν πείνασε και έφαγε τους "άρτους της προθέσεως", που μόνο οι ιερείς είχαν το δικαίωμα να φάνε. Ο αείμνηστος αυτοκράτορας είπε γι' αυτή την ενέργειά μας: "Αν ο Θεός γλιτώσει την Πόλη, θα τα επιστρέψω όλα τετραπλάσια στον Κύριό μου".
Απόσπασμα: "Το χρονικό της Άλωσης" Γεώργιος Φραντζής.

Νόθευση και υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος.
Οι αυτοκράτορες νόθευσαν το νόμισμα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών. Γιατί παλαιότερα, στα χρονιά της βασιλείας του Ιωάννη Βατατζή, τα δυο τρίτα του βάρους του νομίσματος (= 16 κεράτια) ήταν καθαρός χρυσός• την αξία αυτή διατήρησε ο γιος και διάδοχος του (Θεόδωρος Β' Λάσκαρης). Ύστερα, επί Μιχαήλ (Παλαιολόγου), όταν ανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των αναγκαστικών δόσεων προς τους Ιταλούς, τα παλαιά σημεία πάνω στο νόμισμα αντικαταστάθηκαν από την εικόνα της Κωνσταντινούπολης στην πίσω πλευρά του, και η αξία του χρυσού νομίσματος μειώθηκε ακόμη ένα κεράτιο, έτσι που περιείχε πια μόνο 15 κεράτια από τα εικοσιτέσσερα. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η'. Στις αρχές της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ') το νόμισμα περιείχε 14 κεράτια χρυσού και τώρα πια μόνο το μισό του βάρους του είναι καθαρός χρυσός. Γι' αυτόν το λόγο οι τροφές ήταν δυσεύρετες και πολύ δύσκολο να αγοραστούν, αν παρουσιάζονταν κάπου, και ο λαός έμοιαζε να είναι αιχμάλωτος (της οικονομικής ανάγκης) και υπέφερε από πείνα. (Γεώργιος Παχυμέρης, εκδ, Ι Bekker, τ. 2ος, Βόννη 1836, σελ. 493-494 στο Ιστορία του Μεσαιωνικού και του νεότερου κόσμου, 565-1815, ΟΕΔΒ, Αθήνα, σελ. 134)

Το χρονικό της Άλωσης.

Μάρτιος του 1453: Ο Σουλτάνος φθάνει κάτω από τα τείχη της Κων/πολης με πολυάριθμο στρατό, από στρατιώτες τεχνίτες, σιτιστές υπηρέτες και εργάτες και ατελείωτα πλήθη ατάκτων που τους προσείλκυε η προοπτική της λεηλασίας. Πολυάριθμοι φανατικοί Τούρκοι μοναχοί με κηρύγματα τόνωναν το ηθικό τους και την πολεμική τους ορμή.
7 Απριλίου: Κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία. Ο αγώνας ήταν άνισος. Στην Πόλη υπήρχαν 5000 Βυζαντινοί στρατιώτες και 2000 ξένοι Βενετοί και Γενουάτες και τα πληρώματα των πλοίων στο Κεράτιο Κόλπο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήρε θέση στην πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από το σουλτάνο.

11 Απριλίου: Οι Τούρκοι αρχίζουν το βομβαρδισμό με κανόνια. Κύριοι στόχοι είναι το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχερνές και την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Το μέγεθος και οι δυνατότητες του, παραδίδονται μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, τέρας τι φοβερό και εξαίσιον με ήχο βολής ουρανόβροντον: είναι πράγμα φοβερότατων ιδειν και ες ακοήν όλως άπιστον και απαράδεκτον (ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ).

Με τη βοήθεια Ιταλού μηχανικού, ο Μωάμεθ, κατασκεύασε δίολκο δώδεκα χιλιομέτρων ανάμεσα στο Βόσπορο και στον Κεράτιο κόλπο, πίσω από το τείχος του Γαλατά. Στον Κεράτιο κόλπο σύρθηκαν νύχτα 70 πλοία με τα πληρώματα τους. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για τους Κων/πολίτες οι οποίοι υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων. Πολλοί συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να φύγει και πως η παρουσία του έξω από τα τείχη θα έσωζε την πόλη. Ο Κων/νος απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση με θάρρος και αξιοπρέπεια.
Ο σουλτάνος λοιπόν μετέφερε μ' αυτόν τον τρόπο τα πλοία του μέσα σε μια νύχτα και το πρωί βρέθηκαν ξαφνικά στο λιμάνι. Ύστερα έφτιαξε μια γέφυρα με τον εξής τρόπο: συγκέντρωσε πολλές μικρές βάρκες, μεγάλα δοχεία και ξύλινα βαρέλια, τα έδεσε γερά με δοκάρια, σίδερα και σκοινιά ώστε να μη σκορπιστούν από τα κύματα και έβαλε πάνω τους σανίδες τις οποίες στερέωσε με μεγάλα σιδερένια καρφιά. Έτσι κατασκεύασε μια μεγάλη και δυνατή γέφυρα με 50 οργιές πλάτος και 100 μήκος, την οποία τοποθέτησε στη μέση του λιμανιού και η οποία φαινόταν σαν ξηρά. Τοποθέτησε πάνω της ένα κανόνι και άρχισε να χτυπάει με αυτό και με τα πλοία του την Κωνσταντινούπολη από εκείνο το μέρος. "Το χρονικό της Άλωσης", Γεώργιος Φραντζής

12 Απριλίου: Οι Βυζαντινοί με επινοητικότητα αντιμετωπίζουν τις βολές. Κρεμούσαν στην εξωτερική πλευρά των τειχών δέματα με μαλλιά ή με φύλλα ώστε να εξασθενεί η ορμή των βολών. Δημιούργησαν ένα δεύτερο τείχος φτιαγμένο με χόρτα, καλάμια και λάσπη καλυμμένο με δέρματα.

13 Απριλίου: Η κυβέρνηση της Γένοβας καλεί εγγράφως όσους πολίτες της, βρίσκονται στην Ανατολή να συνδράμουν τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο με κάθε τρόπο.

20 Απριλίου: Έφθασαν μπροστά στην Κων/πολη τρία καράβια Γενουατικά και ένα βυζαντινό φορτωμένο με προμήθειες. Αν και ο Τουρκικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους, οι Βυζαντινοί κέρδισαν χάριν στην ναυτική απειρία των Τούρκων. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί ώστε προχώρησε έφιππος μέσα στη θάλασσα.

22 Απριλίου: Ο Σουλτάνος προχωρά στο τελικό σχέδιο.

7 και 11 Μαϊου: Οι Τούρκοι επιχειρούν νέες εφόδους αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡOΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ Β' (Απόσπασμα):
ΤΟ ΔΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΣΟΙ ΔΟΥΝΑΙ ΟΥΤ΄ ΕΜΟΝ ΕΣΤΙΝ ΟΥΤ΄ ΑΛΛΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΕΝ ΑΥΤΗ . ΚΟΙΝΗ ΓΑΡ ΓΝΩΜΗ ΠΑΝΤΕΣ ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΩΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΟΥ ΦΕΙΣΟΜΕΘΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ. Το να σου παραδώσω την πόλη ούτε στις δικές μου προθέσεις είναι ούτε σε κανενός άλλου απ' όσους κατοικούν σ' αυτή, γιατί όλοι με κοινή απόφαση (που πήραμε) με τη δική μας αβίαστη θέληση θα πεθάνουμε και δε θα υπολογίσουμε τη ζωή μας. Γ. Φραντζής (ιστορικός της άλωσης) (μετάφραση).
Μετά την απάντηση του Παλαιολόγου ο Μωάμεθ κάλεσε πολεμικό συμβούλιο κι έβγαλε λόγο εμψυχώνοντας το στρατό του υπογραμμίζοντας τους θησαυρούς που θα έβρισκαν μέσα στα ανάκτορα, στα σπίτια, στις εκκλησίες. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φωνές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί.
Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιάκοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παραθαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα. Οι πολεμικές μηχανές, που έριχναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν κολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού.
Οι δικοί μας έκαιγαν τις εχθρικές πολεμικές μηχανές με το "υγρό πυρ", γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμένους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή αντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κάνουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες1 και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυλής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα2 για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπορεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: "Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;" Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους. Η πολιορκία και η Άλωση της Κων/λης Γεώργιος Φραντζής 1. Οι σωματοφύλακες του σουλτάνου (σ.τ.μ-). 2. Μαστίγια από δέρμα βοδιών (σ.τ.μ.).

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Το πρωί (της 7ης Μαΐου) πάλι οι Τούρκοι έβαλαν με το μεγάλο τηλεβόλο λίγο χαμηλότερα κι εγκρέμισαν ένα μεγάλο κομμάτι - τα ίδια δεύτερη και τρίτη φορά. Κι όταν ήταν πια μεγάλο το χάλασμα, αμέσως πλήθος ασκέρια όρμησαν αλαλάζοντας στο μέρος αυτό πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον - τα ίδια και οι Έλληνες από τη μεριά της πόλης: και χτυπούσαν πρόσωπο με πρόσωπο ουρλιάζοντας σαν θηρία. -'Ήταν φριχτό να βλέπει κανείς και των δυο τη δύναμη και παρατολμία. Ο Γιουστινιάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία, ώστε εν ριπή οφθαλμού τους επέταξε κάτω από τα τείχη "κι εγέμισε το χαντάκι σκοτωμένους. Ένας δε γενίτσαρος, ο Αμουράτ, πολύ δυνατός στο κορμί, έφτασε ως το Γιουστινιάνη κι άρχισε να τον χτυπά με θηριωδία. Τότε κάποιος από τους Έλληνες επήδησε από το τείχος και του πήρε το κεφάλι με το πελέκι κι έτσι έσωσε το Γισυστινιάνη από το θάνατο...
Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453. Το Ρωσικό Χρονικό του. Νέστορα Ισκεντέρη, απόδ. Μ. Αλεξανδρόπουλος, Αθήνα 1978,58.

18 Μαϊου: Οι Τούρκοι στήνουν μεγάλο ξύλινο κινητό πύργο επάνω σε τροχούς κοντά στην πύλη του Αγ. Ρωμανού μπροστά στο χείλος της Τάφρου την οποία αρχίζουν να γεμίζουν. Οι Βυζαντινοί όμως τους απωθούν, αδειάζουν την τάφρο και επισκευάζουν τις ζημιές. Αδημονία και ανησυχία κυριαρχεί στο στρατόπεδο των Τούρκων

21 Μαϊου: Ο Σουλτάνος στέλνει πρέσβη στην Κων/πολη ζητώντας την παράδοση της πόλης.

25-26 Μαϊου: Συμβαίνουν πολλά δυσοίωνα στην Πόλη. Πέφτει κάτω η εικόνα της Παναγίας κατά τη λιτανεία της και τούτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην πολλήν και αγωνίαν μέγιστην και φόβος πασιν ενέβαλεν. Επιπλέον ξεσπά μεγάλη νεροποντή με βροντές, αστραπές, χαλάζι και τη επόμενη νέφος βαθύ την πόλιν πασαν περιεκάλυψε από πρωϊας βαθείας έως εσπέρας.

Κυριακή 27 Μαϊου: Ο βομβαρδισμός άρχισε με ιδιαίτερη ένταση και εναντίον των χερσαίων τειχών και εναντίον του τείχους του Κεράτιου.
Δευτέρα 28 Μαϊου: Η Κων/πολη προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μεγάλη επίθεση. Ταυτόχρονα ο κόσμος προσευχόταν και έγιναν λιτανείες με περιφορές εικόνων μπροστά στα κατεστραμμένα τείχη. Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία στην Αγία Σοφία που έμελλε να είναι και η τελευταία. Ό καίσαρ κι οι άρχοντες εγύριζαν όλη την πόλη. με δάκρυα και θρήνους ικέτευαν τους αρχηγούς και τους στρατηγούς, όλους τους στρατιώτες κι όλο το λαό να μην χάνουν τις ελπίδες τους, να μην κάνουν βήμα πίσω - αλλά με θάρρος κι ακλόνητη πίστη χτυπάτε τους εχθρούς κι ο Κύριος και θεός μας θα μας βοηθήσει. Κι επρόσταξε να σημαίνουν όλες οι καμπάνες συναγερμό των πάντων, σύσσωμος ο λαός έτρεχε στα τείχη κι επολέμαγε τους Τούρκους. έγινε φονικός πόλεμος, φριχτό κι αβάσταχτο ήταν να βλέπεις τόση ανδρεία και παρατολμία.
Ό Πατριάρχης κι όλη η σύνοδος έκαναν δεήσεις στον μεγάλο ιερό ναό, παρακαλώντας αδιάκοπα από το θεό και την υπεραγία Θεοτόκο βοήθεια και θάρρος κατά των εχθρών. Όταν άκουσε τις καμπάνες, έλαβε τις σεπτές εικόνες, εβγήκε μπροστά στην εκκλησία και γονατιστός ευλόγησε την Πόλη με το σταυρό κι έλεγε κλαίγοντας: "Ανάστα, Κύριος ο θεός και βοήθησε μας την έσχατη τούτην ώρα της καταστροφής μας, μην αποστραφείς διαπαντός τα πλάσματα σου και μη δώσεις την κληρονομία σου βορά στους ανθρωποφάγους για να μην ειπούν: "Που είναι ο Θεός τους;", αλλά να ιδούν ότι εσύ είσαι ο θεός μας, ο Κύριος μας Ιησούς Χρίστος προς δόξα του θεού πατρός". Κι αυτά τα ίδια αναφώνησε και στην υπεραγία Θεοτόκο: ""Ω, υπεραγία Δέσποινα, άπλωσε το χέρι ενώπιον του υιού σου και Θεού μας, προστάτεψέ μας Δέσποινα, από την οργή του Θεού κι από τον όλεθρο μας, γιατί αύτη τη στιγμή, Πάναγνη και Υπεράμωμη, είμαστε μπροστά στου άδη το στόμα: έλα, φιλέσπλαχνη και φιλάνθρωπη, και σώσε μας, πάρε μας στη δεξιά σου προτού μας καταβροχθίσει ο άδης κι όλοι θα δοξάζουν, και θα ευχαριστούν το υπεράγιο κι υπέρλαμπρο όνομα σου". Αυτά έλεγαν και προσεύχονταν δίχως να σταματούν. "Το χρονικό της Άλωσης", Γεώργιος Φραντζής.

Τρίτη 29 Μαϊου: Οι Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κων/νος. Σ' αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και κατέφυγε στο Γαλατά. ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ (Το παραθέτουμε με τη γλώσσα του πρωτοτύπου) "Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς ( Ιουστινιάνης) με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον καί έφυγε κρυφά, δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Οπού αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον τον, δεν ηθέλανε εμπή, οι εχθροί και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελε χάσει την χωράν, τόσο ότι ακόμα αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε ανδρείως- και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος. Και ο βασιλεύς, ωσάν• έμαθε ότι ελαβώθη ο καπετάνιος και έφυγε, τότε επήγαινε με αναστεναγμόν να τον ευρή, και ερωτά πού 'να τον ευρή. Και οι πολεμιστάόες, οι σύντροφοι του, επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. αμή αρχίσανε και αυτοί και άφηναν τον πόλεμον και εφεύγανε. Τότε επηρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι εόειλιάσανε πολλά. Και ετούτα εγίνισαν όιατίέφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρεία να στέκη και να πολεμά έως να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε όιόει θάρρος και των συντρόφων του, όιατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα. Και οι ελεεινοί Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορουσανε να αντισταθούνε εισέ τόσο πλήθος Τούρκων". (Βαρβερινός κώδικας)
Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών. Aποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό. Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: "Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.

29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι: Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. .... Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.

Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης: "Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη". "Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες". Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα." (δημοτικό, απόσπασμα).

Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία". Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).

"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ". Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...
"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ". Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.

"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας". Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.

"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ". Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

Πηγή: Εκπαιδευτήρια Μάνεση

1 σχόλιο :

Ανώνυμος είπε...

http://hggiken-555.blogspot.com/2008/11/blog-post.html
Τρίτη, 11 Νοέμβριος 2008 Ο θρύλος
Όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε στην Αγία Σοφία νικητής, σήκωσε το βλέμμα και είδε σε όραμα ψηλά τον αριθμό 555 και ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή που του έλεγε: "ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΓΙΑ 555 ΧΡΟΝΙΑ".
Το 555ο έτος άρχισε στις 29/5/2008 και τελειώνει στις 29/5/2009.
Μετά τις 29/5/2009 ας είμαστε έτοιμοι για όλα, κυρίως σε πνευματικό επίπεδο.